τυφλότης — blindness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλότησιν — τυφλότης blindness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλότητα — τυφλότης blindness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλότητας — τυφλότης blindness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλότητες — τυφλότης blindness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλότητι — τυφλότης blindness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλότητος — τυφλότης blindness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορνιθοτυφλότης — ὀρνιθοτυφλότης, ἡ (Μ) η ορνιθοτυφλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + τυφλότης (< τυφλός)] … Dictionary of Greek
τυφλότητα — η / τυφλότης, ητος, ΝΑ [τυφλός] το να είναι κανείς τυφλός, έλλειψη όρασης αρχ. 1. (για το τυφλό έντερο) έλλειψη στομίου 2. μτφ. (για συλλαβή) το να λήγει σε σύμφωνο … Dictionary of Greek